- ἀλεπίδωτος
- ἀ-λεπίδωτος, nicht mit Schuppen versehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλεπίδωτος — ἀλεπίδωτος, ον (Α) ο αλέπιαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λεπιδωτός < λεπιδοῦμαι. λεπίς ίδος «λέπι»] … Dictionary of Greek
ἀλεπίδωτα — ἀλεπίδωτος without scales neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέπιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει λέπια, αλεπίδωτος … Dictionary of Greek